Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

λόγοι ς

  • 1 Prose

    subs.
    P. ψιλοὶ λόγοι, ἴδιοι λόγοι.
    In prose: use adj., Ar. and P. πεζῇ, P. ἰδίᾳ.
    Narrate in prose: P. καταλογάδην διηγεῖσθαι (acc.).
    ——————
    v. intrans.
    P. and V. μακρηγορεῖν (Thuc.), P. μακρολογεῖν, ἀρχαιολογεῖν; see also Moralise.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Prose

  • 2 Truce

    subs.
    Ar. and P. ἐκεχειρία, ἡ, P. ἀνοκωχή, ἡ.
    Treaty: P. and V. σπονδαί, αἱ; see Treaty.
    Proposals for a truce: P. λόγοι συμβατικοί, λόγοι συμβατήριοι.
    Make a truce, v.: P. and V. σπένδεσθαι.
    Break truce: P. παρασπονδεῖν.
    Under a flag of truce: use adj., P. and V. πόσπονδος, V. ἔνσπονδος.
    Without a flag of truce: use adv., P. ἀκηρυκτί.
    Contrary to terms of truce, adj.: P. παράσπονδος.
    Included in a truce: P. ἔνσπονδος.
    Excluded from truce: P. ἔκσπονδος.
    A truce to, met.: P. and V.α (acc.).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Truce

  • 3 достаточный

    достаточн||ый
    прил ἀρκετός, ἐπαρκής:
    \достаточныйые основа́ния οἱ ἀρκετοί λόγοί быть \достаточныйым ἐπαρκώ, φτάνω.

    Русско-новогреческий словарь > достаточный

  • 4 сладкий

    сладк||ий
    прил прям., перен γλυκός, γλυκύς:
    \сладкийое вино́ τό γλυκό κρασί· \сладкийие слова, речи γλυκά λόγια, μελίρρυτοι λόγοι· спать \сладкийим сном γλυκοκοιμοῦμαι.

    Русско-новогреческий словарь > сладкий

  • 5 слово

    слов||о
    с
    1. в разн. знач. ἡ λέξη [-ις], ὁ λόγος:
    ласковые \словоа τά χαϊδευτικά λόγια, τά γλυκόλογα· оскорбительные \словоа οἱ ὑβριστικοί λογοι· э́то пустые \словоа, одни \словоа (εἶναι) κούφια λόγια, (εἶναι) μόνο λογια· дар \словоа τό χάρισμα τής εὐγλωττίας· свобода \словоа ἡ ἐλευθερία τοῦ λογού· игра слов τό λογοπαίγνιο· давать честное \слово δίνω λογον τιμής· сдержать \слово κρατώ (τηρῶ) τόν λόγο μου, τήν ὑπό-σχεσή μου· поверить на \слово πιστεύω στά λογια· перейти от слов к делу περνώ ἀπό τά λογια στήν πράξη· бросить \словоа на ветер ρίχνω λόγια στον ἀέρα· мие ну́жно сказать вам два \словоа ἔχω νά σᾶς πῶ δυό λογια· он ему́ не сказал и и \словоа δέν τοῦ είπε λέξη· он не проронил ни \словоа δέν ἔβγαλε κουβέντα· повторить \слово в \слово ἐπαναλαμβάνω λέξη προς λέξη, ἐπαναλαμβάνω ἐπί λέξει· переводить \слово в \слово μεταφράζω κατά λέξιν передать на \словоа́х μεταδίδω προφορικά· он за \словоом в карман не полезет разг ἐχει ἐτοιμη τήν ἀπάντηση· одни́м \словоом μέ δυό λόγια· \слово за \слово разг ἀπό λόγο σέ λόγο· другими \словоами μέ αλλα λόγια· со слов, по \словоа́м κατα ?α λεγόμενα· не нахожу слов... δε βρισκω λόγια...· слов нет разг χωρίς συζήτηση· понимать друг друга без слов συνεννοούμαστε χωρίς πολλές κουβέντες· к \словоУ (сказать) разг ἐπάνω σ' αὐτό, σχετικά μ' αὐτο· по последнему \словоу (науки, техники) μέ τήν τελευταία λέξη·
    2. (речь, выступление) ὁ λόγος, ἡ δημη-γορία, ἡ ἀγόρευση [-ις]; приветственное \слово χίΗ'^τι?ΤΓ'ίΡιος λόγος· заключительное \слово *· ЯН1 ια τοδ κλεισίματος· предоставлять (брать).. δίνω (λαμβάνω или παίρνω) τον λόγο· просить \словоа ζητώ νά μιλήσω, ζητβ τόν λόγο· лишать \словоа ἀφαιρώ τόν λόγο· выступить с кратким \словоом ἐκφωνδ σύντομο λόγο· ◊ \слово не воробей, вылетит не поймаешь погов. σοῦ ξέφυγε ἡ κοοβεντα πίσω δέν ΎΟρίζει.

    Русско-новогреческий словарь > слово

  • 6 бунтовской

    επ.
    στασιαστικός•

    -ие речи στασιαστικοί λόγοι.

    Большой русско-греческий словарь > бунтовской

  • 7 вкрадчивый

    επ., βρ: -чив, -а, -о
    κολακευτικός, γαλίφίκος• κοπλιμεντόζικος•

    -ые речи κολακευτικοί λόγοι•

    -ые манеры κολακευτικοί τρόποι.

    Большой русско-греческий словарь > вкрадчивый

  • 8 восторженный

    επ., βρ: -жен, -женна, -женно
    ενθουσιώδης• ενθουσιαστικός-- юноша ενθουσιώδης νέος•

    восторженный взгляд ενθουσιαστικό βλέμμα•

    -ые речи ενθουσιαστικοί λόγοι.

    || ενθουσιασμένος.

    Большой русско-греческий словарь > восторженный

  • 9 достаточный

    επ., βρ: -чен, -чна, -чно
    1. αρκετός, επαρκής, ικανός•

    -ые основания для отказа αρκετοί λόγοι για άρνηση.

    2. παλ. εύπορος, ευκατάστατος•

    -ая семья εύπορη οικογένεια.

    Большой русско-греческий словарь > достаточный

  • 10 елейный

    επ.
    γαλίφίκος, γλυκύθυμος• κολακευτικός•

    -ое выражение лица γαλίφικη έκφραση του ποοσώπου•

    -ые речи μελιστάλαχτοι λόγοι..

    Большой русско-греческий словарь > елейный

  • 11 клонить

    клоню, клонишь
    ρ.δ.
    1. κλίνω, γέρνω, κάμπτω, λυγίζω•

    ветер клонил верхушки деревьев ο άνεμος λύγιζε τις κορυφές των δέντρων•

    лодку -ло на бок η βάρκα έγερνε.

    2. με παίρνει, με πιάνει•

    клонит ко сну νυστάζω•

    меня от жары к лени клонит από τη ζέστη με πιάνει η τεμπελιά.

    3. τραβώ, κατευθύνομαι, παίρνω τροπή•

    дело к разрыву -ит η υπόθεση τραβάει για χάλασμα, η υπόθεση λασπώνει.

    || μτφ. στρέφω, γυρίζω.
    εκφρ.
    клонить голову (шею, спинку) – σκύβω, υποκύπτω, ενδίδω•
    клонить очи ή взор – χαμηλώνω τα μάτια, το βλέμμα.
    1. κλίνω, γέρνω, λυγίζω•

    ветви ивы -ятся к самой воде τα κλαδιά της ιτιάς γέρνουν ως το νερό•

    голова -ится от дремоты κουτουλιέμαι από τη νύστα.

    || (για ουράνια σώματα, μέρα κ.τ.τ.) γέρνω προς τη δύση•

    солнце -ится к западу ο ηλιος γέρνει•

    день -ится η μέρα γέρνει.

    2. μτφ. πλησιάζω, κοντεύω•

    дело -ится к развязке η υπόθεση παίρνει τέλος•

    победа -лась на нашу сторону η νίκη έκλινε προς εμάς.

    3. αποσκοπώ, αποβλέπω•

    так вот к чему -лись его речи να λοιπόν σε τι αποσκοπούσαν οι λόγοι του.

    Большой русско-греческий словарь > клонить

  • 12 особенный

    επ.
    1. ιδιαίτερος, ιδιάζων, εξαιρετικός, εξιδιασμένος, ίδιος, ασυνήθης, -θιστος•

    особенный способ ιδιαίτερος τρόπος•

    это особенный человек αυτός είναι άλλος άνθρωπος•

    -ые причины ιδιαίτεροι λόγοι•

    -ое свойство ιδιαίτερη ιδιότητα•

    ничего -ого нет τίποτε το ιδιαίτερο.

    2. παλ. ξεχωριστός•

    он жил в -ой комнате αυτός ζούσε σε ξεχωριστό δωμάτιο.

    || ειδικός, για ορισμένη χρήση προοριζόμενος.

    Большой русско-греческий словарь > особенный

  • 13 поджигательский

    επ.
    εμπρηστικός•

    -ие речи εμπρηστικοί λόγοι.

    Большой русско-греческий словарь > поджигательский

  • 14 Annals

    subs.
    P. and V. λόγοι, οἱ.
    History: P. συγγραφή, ἡ.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Annals

  • 15 Archives

    subs.
    P. and V. λόγοι, οἱ, γράμματα, τά; see Records (Record).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Archives

  • 16 Bandy

    adj.
    P. βλαισός (Xen.).
    ——————
    v. trans.
    Bandy words: V. συμβάλλειν λόγους
    Words of reproach were bandied about: V. λόγοι... ἐρρόθουν κακοί (Soph., Ant. 259).
    Why do I thus bandy words with you? V. τί ταῦτα σοῖς ἁμιλλῶμαι λόγοις; (Eur., Hipp. 971).
    Bandy about, keep talking of: V. νὰ στόμα έχειν, ἐνδατεῖσθαι; see Circulate.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Bandy

  • 17 Coaxing

    subs.
    P. and V. θωπεία, ἡ, θωπεύματα, τά (Plat.).
    ——————
    adj.
    P. θωπευτικός, Ar. θωπικός.
    Coaxing words: P. and V. θῶπες λόγοι (Plat., Theaet. 175E, and Eur., frag.).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Coaxing

  • 18 Compose

    v. trans.
    P. and V. συντιθέναι, Ar. and P. συνιστναι, P. κατασκευάζειν.
    Calm: P. and V. πραΰνειν, Ar. and V. μαλάσσειν, V. μαλθάσσειν.
    Settle (a quarrel, etc.): P. and V. εὖ τθεσθαι, καλῶς τθεσθαι, P. διαλύεσθαι, κατατίθεσθαι, λύεσθαι, Ar. and P. καταλεσθαι.
    Compose ( a book): P. συντιθέναι (acc.), συγγράφειν (acc. or absol.), λογοποιεῖν (absol.).
    Compose poetry: Ar. and P. ποιεῖν (acc. or absol.).
    Compose songs: Ar. μελοποιεῖν (absol.).
    Compose ( for burial): P. and V. περιστέλλειν, προτθεσθαι V. συγκαθαρμόζειν.
    Be composed ( for burial): P. and V. προκεῖσθαι.
    Compose oneself: P. and V. ἡσυχάζειν, Ar. and V. μαλάσσεσθαι, V. μαλθάσσεσθαι, ἡσχως ἔχειν.
    Be composed of: P. συνίστασθαι ἐκ (gen.), συγκεῖσθαι ἐκ (gen.).
    Words specially composed to meet the occasion: P. λόγοι πρὸς τὸ παρὸν μεμηχανημένοι (Dem. 847).
    Men with composed features: P. οἱ πεπλασμένοι (Dem. 1122).
    Composing his features to hide his knowledge of the calamity: P. ἀδήλως τῇ ὄψει πλασάμενος πρὸς τὴν συμφοράν (Thuc. 6, 58).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Compose

  • 19 Condition

    subs.
    State: P. and V. κατάστασις, ἡ, κατασκευή, ἡ ( once Eur.), P. ἕξις, ἡ, διάθεσις, ἡ.
    Good condition: P. and V. εὐεξία, ἡ (Eur., frag.).
    Bad condition: P. καχεξία, ἡ.
    Be in a certain condition: P. and V. ἔχειν, Ar. and P. διακεῖσθαι.
    Affection: P. πάθος, τό, πάθημα, τό.
    In good condition, adj.: P. and V. ἐντελής.
    Rank, station: P. and V. ἀξίωμα, τό, τάξις, ἡ.
    Stipulation: P. and V. λόγοι, οἱ; see Terms (Term).
    Clausein an agreement: P. γράμμα, τό.
    On condition that: Ar. and P. ἐφʼ ᾧτε (infin.), P. and V. ὥστε (infin.).
    On fixed conditions: P. and V. ἐπὶ ῥητοῖς.
    On these conditions: P. and V. ἐπ τούτοις, ἐπὶ τοῖσδε.
    On what conditions? P. and V. ἐπ τῷ;
    Are we held to this condition for our safety? V. ἐν τῷδε κἀχόμεσθα σωθῆναι λόγῳ; (Eur., Heracl. 498).
    Under these conditions, under these circumstances: P. and V. οὕτως ἐχόντων ( things being thus).
    Under present conditions: P. ἐκ τῶν παρόντων.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Condition

  • 20 Conference

    subs.
    P. and V. σνοδος, ἡ, λόγοι, οἱ.
    When I met Polynices in conference: V. ὡς ἐς λόγους συνῆψα Πολυνείκει μολών (Eur. Phoen. 702).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Conference

См. также в других словарях:

  • Λόγοι σπερματικοί —         (logoi spermatikoi) (греч.) семенные логосы. «Осеменяющие» мир идеи, из крых прорастают космич. связь и индивидуальные существования (стоики, Плотин). Философский энциклопедический словарь. М.: Советская энциклопедия. Гл. редакция: Л. Ф.… …   Философская энциклопедия

  • λόγοι — λόγος computation masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακροαματικοί λόγοι — Έτσι ονομαζόταν η προφορική διδασκαλία των φιλοσόφων μπροστά σε ακροατήριο μαθητών. Από τα συγγράμματα του Αριστοτέλη, ονομάστηκαν ακροαματικά (αργότερα λέγονταν και εσωτερικά) εκείνα που περιείχαν τις καθαρά επιστημονικές του διδασκαλίες.… …   Dictionary of Greek

  • Geflügelte Worte (Antike) — Alpha und Omega, Anfang und Ende, kombiniert zu einem Buchstaben Diese Liste ist eine Sammlung alt und neugriechischer Phrasen, Sprichwörter und Redewendungen. Sie beschreibt ihren Gebrauch und gibt, wo möglich, die Quellen an. Graeca non… …   Deutsch Wikipedia

  • λόγια — τα (Μ λόγια) 1. λέξεις ή φράσεις, κουβέντες, λόγοι 2. φρ. α) «με δυο λόγια» ή «με λίγα λόγια» κοντολογίς β) «χάνω τα λόγια μου» μάταια προσπαθώ να πείσω νεοελλ. φρ. α) «κακά λόγια» αισχρολογίες, βωμολοχίες β) «καλά λόγια» επαινετικοί λόγοι γ)… …   Dictionary of Greek

  • АФАНАСИЙ I ВЕЛИКИЙ — [Греч. ̓Αθανάσιος ὁ Μέγας] (ок. 295, Александрия? 2.05.373, там же), cвт. (пам. 18 янв., 2 мая), еп. Александрийский (с 8 июня 328), великий отец и учитель Церкви. Свт. Афанасий Великий. Фреска собора мон ря прп. Антония Великого в Египте. XIII в …   Православная энциклопедия

  • ВАСИЛИЙ ВЕЛИКИЙ — [греч. Βασίλειος ὁ Μέγας] (329/30, г. Кесария Каппадокийская (совр. Кайсери, Турция) или г. Неокесария Понтийская (совр. Никсар, Турция) 1.01.379, г. Кесария Каппадокийская), свт. (пам. 1 янв., 30 янв. в Соборе 3 вселенских учителей и святителей; …   Православная энциклопедия

  • ГРИГОРИЙ ПАЛАМА — [Греч. Γρηγόριος Παλαμᾶς] (ок. 1296, К поль 14.11.1357, Фессалоника), свт. (пам. 14 нояб., переходящее празд. во 2 ю Неделю Великого поста), архиеп. Фессалоникийский, отец и учитель Церкви. Жизнь Источники Свт. Григорий Палама. Икона. Посл. треть …   Православная энциклопедия

  • Delphische Maximen — Delta Inhaltsverzeichnis 1 Δαιδάλου πτερά 2 Δαμόκλειος σπάθη …   Deutsch Wikipedia

  • Furcht und Schrecken — Delta Inhaltsverzeichnis 1 Δαιδάλου πτερά 2 Δαμόκλειος σπάθη …   Deutsch Wikipedia

  • Lathe biosas — Lambda Inhaltsverzeichnis 1 Λάβετε φάγετε τοῦτό ἐστι τὸ σῶμά μου …   Deutsch Wikipedia

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»